- επιθυμιαμα
- ἐπιθυμίαμαἐπι-θῡμίᾱμα-ατος τό культ. благовонное курение, фимиам Soph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιθυμίαμα — ἐπιθυμίαμα, τὸ (Α) προσφορά θυμιάματος («στέφη λαβούσῃ κἀπιθυμιάματα», Σοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θυμίαμα] … Dictionary of Greek
ἐπιθυμίαμα — ἐπιθῡμίᾱμα , ἐπιθυμίαμα incense offering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθυμίασις — ἐπιθυμίασις, ἡ (Α) επιγρ. επιθυμίαμα … Dictionary of Greek
κἀπιθυμιάματα — ἐπιθῡμιά̱ματα , ἐπιθυμίαμα incense offering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμιάματα — ἐπιθῡμιά̱ματα , ἐπιθυμίαμα incense offering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)